τρυγοδαίμων — ονος, ὁ, Α (στον Αριστοφ.) (ως λογοπαίγνιο με τη λέξη κακοδαίμων, αντί τής λέξης τρυγῳδός) κακομοίρης ποιητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + δαίμων. Η λ. έχει πλαστεί με λογοπαίγνιο προς το επίθ. κακοδαίμων αντί τού τ. τρυγῳδός*] … Dictionary of Greek
τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… … Dictionary of Greek
τρυγοκωμωδία — ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) τρυγῳδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κωμῳδία (βλ. και λ. τρυγῳδός)] … Dictionary of Greek
τρυγωδία — ἡ, Α [τρυγῳδός] κωμική λ. αντί τής λ. κωμῳδία ή επειδή οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία ή επειδή νέο, αδιήθητο κρασί, δινόταν ως βραβείο στους νικητές ή, τέλος, επειδή οι παραστάσεις γίνονταν την εποχή τού τρύγου … Dictionary of Greek
τρυγωδικός — ή, όν, Α [τρυγῳδός] (στον Αριστοφ.) σχετικός με την κωμωδία, κωμῳδικός* … Dictionary of Greek
τρυγωδοποιομουσική — ἡ, Α (στον Αριστοφ.) η τέχνη τής κωμωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *τρυγῳδοποιός (< τρυγῳδός + ποιός*) + μουσική] … Dictionary of Greek
τρυγωδώ — έω, Α [τρυγῳδός] (κατά τον Ησύχ.) κωμωδώ … Dictionary of Greek
τρυγῳδοῖς — τρυγῳδέω pres opt act 2nd sg (attic epic doric) τρυγῳδός must singer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγῳδῶν — τρυγῳδέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) τρυγῳδός must singer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)